ἁμαξιτῶν

ἁμαξιτῶν
ἁμαξῑτῶν , ἁμαξίτης
of
masc gen pl
ἁμαξιτός
ibo
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παναμερικανικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ολόκληρη την Αμερική ή σε όλους τους Αμερικανούς («παναμερικανικός συναγερμός») 2. φρ. «παναμερικανικός αυτοκινητόδρομος» δίκτυο αμαξιτών οδών που συνδέει τη Βόρεια με τη Νότια Αμερική και που μετά την… …   Dictionary of Greek

  • Μογκαντίσου — (Mogadiscio). Πόλη (1.183.100 κάτ. το 2001) της νότιας Σομαλίας, πρωτεύουσα της χώρας. Βρίσκεται στην ακτή της Μπεναντίρ, που βρέχεται από τον Ινδικό ωκεανό στη συμβολή πολυαρίθμων μονοπατιών και αμαξιτών οδών μιας περιοχής, η οποία περιλαμβάνει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”